γαιανθρακαποθήκη

γαιανθρακαποθήκη
η
αποθήκη γαιανθράκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρχή εκδ. 1833)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαιανθρακαποθήκη — η αποθήκη γαιανθράκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • καρβουνιέρα — και καρβουνιάρα, η 1. ανθρακαποθήκη, καρβουναποθήκη 2. (για πλοία) η γαιανθρακαποθήκη 3. (για ιστιοφόρα) τριγωνικό ιστίο που αναρτάται από τον πρότονο τής στήλης τού επιδρόμου, η προτονίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβουνο + κατάλ. ιέρα (πρβλ. αλατ ιέρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”